Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχιδάτος, επίθ.· αρχιάτος.
-
- (Mεταφ.) που έχει προσόντα, αξιόλογος, ισχυρός:
- βούλονται να στείλωσιν ταξίαρχον αρχιάτο (Pιμ. Bελ. ρ 674).
[<ουσ. αρχίδι (Βλάχ., Κριαρ.) + κατάλ. ‑άτος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Mεταφ.) που έχει προσόντα, αξιόλογος, ισχυρός:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιδάτος [arçi∂átos] adj
- ① fearless, brave, gutsy (syn άφοβος, τολμηρός)
- ② very competent (syn phr με αρχίδια, near-syn καπάτσος):
- γιατρός, δικηγόρος, έμπορος, ~
[fr MG αρχιδάτος (Belisar), der of αρχίδι w. suff -άτος; cf βαρβάτος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχιδάτος -η -ο [arxiδátos] Ε3 : 1.(χυδ.) που έχει μεγάλους όρχεις. 2. (λαϊκ.) που είναι πολύ ικανός σε κτ., που ξεχωρίζει για κτ.
[μσν. αρχιδάτος < αρχίδ(ι) -άτος]



