Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχιγραμματεία
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιγραμματεία [arçiγramatía] η, (sp. also Aρχιγραμματεία) (L)
  • ① Gr Orthod Ch office of the secretary general, chancellery:
    • η Aρχιγραμματεία του Πατριαρχείου |
    • νοιαζόταν για τη θέση του στο πανεπιστήμιο και για την ~ στην Iερά Σύνοδο (Bastias)
  • ② ModG hist, obsol office of the prime minister:
    • ορίστηκε με καινούργιο νόμο να γίνει μια Aρχιγραμματεία του κράτους, σαν να πούμε πρωθυπουργία (Petsalis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχιγραμματεία, der of αρχιγραμματεύς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go