Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχηγικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχηγικός -ή -ό [arxijikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε αρχηγό: Aρχηγικές ικανότητες. Εκδήλωσε αρχηγικές τάσεις / βλέψεις, πρόθεση να γίνει αρχηγός. Aρχηγικό κόμμα, που είναι διαρθρωμένο έτσι ώστε να διευθύνεται ουσιαστικά από ένα και μόνο πρόσωπο: Tα σύγχρονα και τα δημοκρατικά διαρθρωμένα κόμματα δεν μπορούν να είναι αρχηγικά. αρχηγικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχηγικός `πρωταρχικός΄ κατά τη σημ. της λ. αρχηγός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχηγικός, -ή, -ό [arçiyikós] (L)
  • of or pertaining to commanders or leaders:
    • αρχηγική τριάδα |
    • συζητήσεις σε αρχηγικό επίπεδο |
    • ο ~ χαρακτήρας του κόμματος |
    • τα καθεστώτα γίνονται λιγότερο αρχηγικά |
    • τα κόμματα στην Eλλάδα παραμένουν κόμματα αρχηγικά· η προσωπικότης του αρχηγού ελκύει ή απωθεί περισσότερο από το πρόγραμμα

[fr kath αρχηγικός ← MG (4th c.), PatrG, ← LK (Philo ἀρχηγικeν α­τιον), der of ἀρχηγός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go