Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχετυπικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχετυπικός -ή -ό [arxetipikós] Ε1 : που αναφέρεται σε αρχέτυπο, που έχει ιδιότητες αρχετύπου: H αρχετυπική εικόνα της μάνας / του δράκου. αρχετυπικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αρχέτυπ(ον) -ικός μτφρδ. γερμ. arche typisch < Archetyp = αρχέτυπ(ον) -isch = -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχετυπικός, -ή, -ό [arçetipikós] (L)
  • relating to or representing an archetype, archetypal (syn αρχέτυπος 3):
    • αρχετυπικό στοιχείο |
    • αυτή η δεσπόζουσα ιδέα της αρχής απετέλεσε αρχετυπική μορφή της συνείδησης (Malevitsis)

[fr kath αρχετυπικός ← MG *αρχετυπικός; cf MG (11th c.) αρχετυπικώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go