Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχειοφυλακείο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχειοφυλακείο [arçiofilacío] το, (& αρχειοφυλάκιο) (L)
  • ① building or office in which records or achives are kept, records office, archive (syn αρχείο):
    • την εγοήτευαν .. τ' αναγνωστήρια, οι βιβλιοθήκες, τ' αρχειοφυλακεία (Xenop) |
    • ο κώδικας του Zακυνθινού υπομνηματογράφου Δ.B. .. σωζόταν στο ~ Zακύνθου (Vacalop)
  • ② libr sc αρχειοφυλάκιο collection or file of documents (title deeds etc), cartulary

[fr kath (neol) αρχειοφυλακείον bes αρχειοφυλάκιον, cpd w. φυλακείον/φυλάκιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go