Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχειοφυλάκιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχειοφυλάκιο το [arxiofiláio] Ο40 & αρχειοφυλακείο το [arxiofilaío] Ο39 : ο χώρος όπου φυλάσσονται επίσημα έγγραφα.

[λόγ. αρχειοφυλακ- (δες αρχειοφύλακας) -ιον, -είον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go