Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχειοδίφης [arçio∂ífis] ο, (L)
- person who conducts research in archives:
- ένα σημαντικό .. βήμα στην αναζήτηση στοιχείων για τη ζωή του Γκρέκο .. το 'καμε ο σοφός ~... Σαν Pομάν (Kanellop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχειοδίφης, cpd w. combin form -δίφης (: διφώ); cf αρχαιοδίφης, ιστοριοδίφης etc]
- person who conducts research in archives: