Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχειοδίφης
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχειοδίφης [arçio∂ífis] ο, (L)
  • person who conducts research in archives:
    • ένα σημαντικό .. βήμα στην αναζήτηση στοιχείων για τη ζωή του Γκρέκο .. το 'καμε ο σοφός ~... Σαν Pομάν (Kanellop)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχειοδίφης, cpd w. combin form -δίφης (: διφώ); cf αρχαιοδίφης, ιστοριοδίφης etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go