Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχειακός -ή -ό [arxiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε αρχείο: Aρχειακές έρευνες.
[λόγ. αρχεί(ον) -ακός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχειακός1 [arçiakós] ο, (L) (male)
- archivist (syn αρχειοφύλακας)
[substantiv. m of αρχειακός2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχειακός2, -ή, -ό [arçiakós] (L)
- of or pertaining to archives, archival:
- αρχειακές μαρτυρίες, πληροφορίες |
- αρχειακό υλικό |
- αρχειακά στοιχεία |
- είναι τόσο ανεξερεύνητες ακόμη οι ολίγες αρχειακές πηγές, τις οποίες διαθέτουμε (Dimaras) |
- ίσως νεώτερες αρχειακές έρευνες μας βοηθήσουν κάποτε να ελέγξουμε τις πληροφορίες αυτές (Vranousis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχειακός, der of αρχείο]
- of or pertaining to archives, archival:



