Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχαϊκότητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαϊκότητα [arxaikόtita] η, (L)
  • ① archaic quality or tendency:
    • τούτη η σχολή δείχνει μιαν ~θεληματική, όταν ζωγραφίζει λεπτά πόδια, που μόλις πατούν το έδαφος (MChatzidakis)
  • ② AG hist, arche. etc quality or characteristics of the archaic or preclassical style:
    • η γλώσσα [του έργου] παρουσιάζει κάποιαν ~και .. ξεφεύγει από το τυπικό της τραγικής γλώσσας (Kakridis) |
    • στη μορφή του νέου .. παρατηρούνται μερικά στοιχεία αρχαϊκότητας (BFilippaki) |
    • σώζονται πολλά λείψανα του ναού, που μαρτυρούν την αρχαϊκότητά του (Varelas)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαϊκότης, der of αρχαϊκός2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go