Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαιοφύλακας ο [arxeofílakas] Ο5 : αυτός που εργάζεται ως φύλακας σε χώρους όπου υπάρχουν αρχαιότητες (αρχαιολογικοί χώροι, μουσεία, μνημεία κ.ά.).
[λόγ. αρχαιο- + -φύλακας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαιοφύλακας [arçeofílakas] ο, (L)
- guard of archaeological site, warden or custodian of antiquities:
- απάνω στα συντρίμματα των πολιτισμών βηματίζουν οι αρχαιοφύλακες (Papantoniou)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαιοφύλαξ, cpd w. φύλαξ]
- guard of archaeological site, warden or custodian of antiquities:



