Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαιοπώλης ο [arxeopólis] Ο10 : αυτός που εμπορεύεται αντικείμενα αρχαίας τέχνης.
[λόγ. αρχαιο- + -πώλης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαιοπώλης [arçeopόlis] ο, (L)
- dealer in antiquities:
- πήγε με τα κλοπιμαία νομίσματα στο Παρίσι, .. τα πούλησε εκεί στους μεγάλους αρχαιοπώλες Φ. και P. (Xenop) |
- οι αρχαιοπώλες άνοιγαν μαγαζιά, για να εκμεταλλευτούν το συρμό (Louros) [fr kath (neol Koumanoudis) αρχαιοπώλης, cpd w. combin form -πώλης ( |
- πωλώ)]. Cf παλαιοπώλης.
- dealer in antiquities:



