Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχαιοπρέπεια
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχαιοπρέπεια η [arxeoprépia] Ο27 : η ιδιότητα του αρχαιοπρεπούς.

[λόγ. αρχαιοπρεπ(ής) -εια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαιοπρέπεια [arçeoprépia] η, (L)
  • ① ancient-like appearance, style imitating the ancients, ancientry:
    • αυστηρή, επιφανειακή ~ |
    • γλωσσική ~ |
    • τονίζει στην έκθεσή του την ~ της έμπνευσης .. των παλαιότατων ποιητών (Chourmouzios) |
    • τα έργα του γραμμένα με ανεπιφύλακτη ~ είναι καθορισμένα (Dimaras)
  • ② appearance reminiscent of or befitting the ancient Greeks:
    • συνταιριάζουν στο χορό τη χάρη της αγρότισσας με την ~της Mακεδονοπούλας (Varelas) |
    • οι κρητικοί [χοροί] .. έχουν και αυτοί τη λεβεντιά τους και ~ (Stratou)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαιοπρέπεια, der of αρχαιοπρεπής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go