Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαιοπληξία η [arxeopliksía] Ο25 : η υπέρμετρη εκτίμηση στην αξία των προϊόντων του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
[λόγ. *αρχαιόπληκ(τος) -σία κατά το καταπληξία < αρχαιο- + -πληκτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαιοπληξία [arçeopliksía] η, (L)
- excessive devotion to ancient Greek culture (near-syn αρχαιομανία):
- ο κόσμος δεν είναι ακόμα πνευματικά μεστωμένος, για να ξεχωρίσει τη γόνιμη αρχαιοφιλίααπό την επικίνδυνη ~(Chourmouzios) |
- όλες οι προσπάθειες του νεοσύστατου κράτους .. πνίγονται μέσα στο κύμα της αρχαιοπληξίας (Geros) |
- θα 'ταν άδικο να μας κατηγορήσουν για κενή ~, γιατί ξεναθυμόμαστε .. τον Aριστοτέλη (Dizikirikis)
[fr kath (neol) αρχαιοπληξία, der of αρχαιόπληκτος2]
- excessive devotion to ancient Greek culture (near-syn αρχαιομανία):



