Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχαιομανής
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαιομανής [arçeomanís] ο, η, (L)
  • person obsessed or passionately involved w. matters of (classical) antiquity (near-syn αρχαιόπληκτος1):
    • φαίνεται πως κάποιος ~αγράμματος πήρε μια αρχαία λέξη και την έβαλε στην κυκλοφορία με άλλη σημασία (Saratsis)

[fr kath (neol) αρχαιομανής, der of αρχαιομανία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go