Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαιολατρία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχαιολατρία η [arxeolatría] Ο25 : η υπερβολική εκτίμηση της αξίας του αρχαίου πολιτισμού: H ~ της Aναγέννησης.

[λόγ. < αγγλ. archeolatry < archaeo- = αρχαιο- + -latry = -λατρία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαιολατρία [arçeolatría] η, (sp. also αρχαιολατρεία) (L)
  • admiration or love of (classical) antiquity (syn αρχαιοφιλία):
    • αναχρονιστική, γόνιμη, κούφια, ουμανιστική, ρομαντική ~ |
    • αισθήματα, φλόγα αρχαιολατρίας |
    • οι ειδωλολατρικές τους τάσεις στη λογοτεχνία δεν ήταν ανεξάρτητες από την ~της εποχής (Vacalop) |
    • η ~ των ποιητών και των λογίων του Φαναριού εμπνεόταν από έναν πολιτικό πατριωτικό μεγαλοϊδεατισμό (Chourmouzios) |
    • ζήτησε με το βιβλίο αυτό να χτυπήσει την ~ και τη στείρα προγονοπληξία (Sachinis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχαιολατρεία, der of αρχαιολάτρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες