Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαιολάτρης ο [arxeolátris] Ο10 θηλ. αρχαιολάτρισσα [arxeolátrisa] Ο27 : αυτός που τρέφει υπερβολική εκτίμηση για την αξία του αρχαίου πολιτισμού.
[λόγ. αρχαιο(λατρία) -λάτρης· λόγ. αρχαιολάτρ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαιολάτρης1 [arçeolátris] ο, (L)
- admirer or lover of (classical) antiquity (syn αρχαιόφιλος1):
- θερμός ~ |
- συναντούσες εκεί μέσα .. νεορομαντικούς, νεοκλασικούς, αρχαιολάτρες .. και πολλά άλλα πράματα, που δεν μπορεί κανείς να τα θυμάται (Theotokas) |
- το είχε όμως καημό· αυτός, ένας ελληνιστής, ένας ~, να μην έχει τ' όνομα που του ταιριάζει! (Moatsou)
[fr kath (neol) αρχαιολάτρης, cpd w. λάτρης]
- admirer or lover of (classical) antiquity (syn αρχαιόφιλος1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαιολάτρης2, -ισσα [arçeolátris] adj (L)
- ① admiring, or devoted to, (classical) antiquity (syn αρχαιόφιλος2 1):
- ~βασιλιάς, τραγουδιστής |
- στη Mολδοβλαχία .. δεν εύρισκε παρά έναν στενό κύκλο αρχαιολατρών λογίων ..., για να εμπιστεύεται τις σκέψεις του (Vranousis)
- ② characterized by or exhibiting a devotion to (classical) antiquity (syn αρχαιολατρικός, αρχαιόφιλος2 2):
- αρχαιολάτρισσα παράδοση |
- το ποίημα τούτο .. δε φανερώνει μόνο την εξακολούθηση της αρχαιολάτρισσας πνοής (Palam) |
- ο τελευταίος στίχος του προοιμίου .. υποβάλλει την εμμονή του ποιητή στην αρχαιολάτρισσα διάθεση (Chourmouzios)
[der of αρχαιολάτρης1]
- ① admiring, or devoted to, (classical) antiquity (syn αρχαιόφιλος2 1):



