Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχαιοελληνικούρα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχαιοελληνικούρα [arçeoelinikúra] η, (L)
  • affected or pretentious ancient Greek word or expression (near-syn ελληνικούρα):
    • θα αποβληθούν ως ξένα σώματα οι τύποι, τα θεωρήματα ή οι αρχαιοελληνικούρες

[cpd w. ελληνικούρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go