Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχαγγελικός, επίθ.
-
- Που αναφέρεται στους αρχαγγέλους:
- στήλαι αρχαγγελικαί … και … εικόνες … εζωγραφήθησαν (Παράφρ. Χων. 581).
[μτγν. επίθ. αρχαγγελικός. Η λ. και σήμ.]
- Που αναφέρεται στους αρχαγγέλους:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχαγγελικός -ή -ό [arxangelikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που αρμόζει σε αρχάγγελο.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχαγγελικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαγγελικός, -ή (& -ιά), -ό [arxaŋɟelikós] (& Palam αρχαγγέλικος) (L)
- ① of or pertaining to archangels, archangelic:
- ~κρίνος |
- αρχαγγελική ρομφαία, σάλπιγγα, φτερούγα |
- προσκαλεί τη δύναμη την αρχαγγελική να κατεβεί να πάρει το μερίδιό της (Vlachogiannis) |
- ο κέδρος είναι .. δεμένος μέσα στη θύμησή μας με κόσμους αρχαγγελικούς (Panagiotop) |
- poem σαν αρχαγγέλικο σπαθί στ' άχραντα χέρια σφίγγει | το αστραφτερό θαματουργό μαφόρι κλ (Palam) |
- .. βιάζοντας την πύλη του καιρού | να μεταλάβουμε φωτιά αρχαγγελική (Myrtiotissa)
- ② characteristic of or resembling archangels, archangelic, angelic (near-syn αγγελικός 4):
- ~έρωτας |
- αρχαγγελική κορμοστασιά, ομορφιά, φωνή |
- αρχαγγελικό κορίτσι, πρόσωπο |
- η αρχαγγελική φύση του Ρ. δεν θεωρούσε .. κανένα από τα πλάσματα του θεού αξιοπεριφρόνητο (Terzakis) |
- στεκόταν αντίκρυ μου θαρρετή, με τ' αρχαγγελικό της χαμόγελο (Panagiotop) |
- η παιδιάστικη και αρχαγγελική ψυχή του Π. δεν αφήνει ασυγκίνητο κανένα (Papatsonis) |
- poem εκεί χορεύουν στις ακρογιαλιές | ...| αρχαγγελικοί έφηβοι κλ (Dimakis)
[fr kath αρχαγγελικός ← MG (5th c.) αρχαγγελικός ← PatrG ἀρχαγγελικός, der of ἀρχάγγελος1]
- ① of or pertaining to archangels, archangelic:



