Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτοπώλης ο [artopólis] Ο10 θηλ. αρτοπώλισσα [artopólisa] Ο27 : αυτός που πουλάει ή και παρασκευάζει ψωμί.
[λόγ. < ελνστ. ἀρτοπώλης· λόγ. αρτοπώλ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτοπώλης [artopόlis] ο, (L)
- seller of bread, baker (near-syn αρτοποιός)
[fr kath αρτοπώλης ← K (pap) ἀρτοπώλης]



