Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτοζαχαροπλαστείο το [artozaxaroplastío] Ο39 : κατάστημα όπου πουλιούνται ή και παρασκευάζονται είδη αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής.
[λόγ. αρτο(πωλείον) + ζαχαροπλαστείον]



