Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρτιγενής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αρτιγενής, επίθ.
  • Έφηβος:
    • παίδα ξανθόν, αρτιγενή, μακρόν τῃ ηλικίᾳ (Διγ. Z 2615).

[μτγν. επίθ. αρτιγενής με παρεξηγημένη τη σημασ. από επίδρ. του ουσ. γένειον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρτιγενής -ής -ές [artijenís] Ε10 : (λόγ.) που γεννήθηκε ή που δημιουργήθηκε πρόσφατα.

[λόγ. < ελνστ. ἀρτιγενής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go