Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρτηριογραφία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρτηριογραφία η [artirioγrafía] Ο25 : (ιατρ.) ακτινολογική απεικόνιση αρτηρίας ύστερα από ένεση ουσίας που δεν είναι διαφανής στις ακτίνες X.

[λόγ. < διεθ. arterio- < αρχ. ἀρτηρί(α) -ο- + -graphy = -γραφία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρτηριογραφία [artirioγrafía] η, (L) med
  • examination or description of the arteries, arteriography, sphygmography:
    • ~των στεφανιαίων αρτηριών με εισαγωγή ενός καθετήρα στις κοιλότητες της καρδιάς

[fr kath αρτηριογραφία ← ISV arteriography; cf Fr artériographie]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go