Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτηρίτιδα η [artirítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή των τοιχωμάτων μιας αρτηρίας.
[λόγ. < γαλλ. artérite < artèr(e) < λατ. arteria < αρχ. ἀρτηρ(ία) -ite = -ίτις > -ίτιδα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτηρίτιδα [artiríti∂a] η, (& αρτηριίτιδα) (L) med
- inflammation of the arteries, arteritis:
- η γνησία ~είναι υπερεργική εκδήλωση αλλεργικών ατόμων |
- αυτό το είδος της κράμπας είναι ένα από τα συμπτώματα αρτηρίτιδος (GLadas)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρτηρίτις & αρτηριίτις (← ISV arteritis)]
- inflammation of the arteries, arteritis:



