Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτίστας ο [artístas] Ο3 θηλ. αρτίστα [artísta] Ο25 : αυτός που ασκεί καλλιτεχνικό επάγγελμα (κυρ. στο ελαφρό ή στο μουσικό θέατρο): ~ της σκηνής / της πίστας. || (συνήθ. στο θηλ.) αυτή που εμφανίζεται σε λαϊκά κέντρα, καμπαρέ κτλ.· ντιζέζ.
[θηλ.: ιταλ. artista· αρσ.: < αρτίστα -ς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτίστας [artístas] ο,
- person practicing an art, artist (syn καλλιτέχνης):
- του 'χε διηγηθεί, με κείνο τον υπερβολικό τρόπο που έχουν όλοι οι αρτίστες, χίλια δυο πράματα απ' τη ζωή του (Myriv) |
- σπανιότατο είναι, ένας ισχυρός άνθρωπος, όταν είναι ο ίδιος ~, να προστατεύει τους καλούς αρτίστες (Kanellop) |
- θα καθίσει με αρτίστες και ζωγράφους και ποιητές .. στα καφενεία (DOikonomidis)
[fr It artista]
- person practicing an art, artist (syn καλλιτέχνης):



