Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρσενικόν
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
αρσενικόν το· αρρενικόν· αρσινικόν.
  • 1) Tριοξείδιο αρσενικού:
    • το αρσινικόν το άσπρον (Aσσίζ. 49110).
  • 2)
    • α) Tριθειούχο αρσενικό, «κίτρινη σανδαράκη»:
      • αρρενικού σχιστού (Iερακοσ. 38913
      • το αρσινικό το κίτρινον (Aσσίζ. 49123
    • β) διθειούχο αρσενικό, «ερυθρά σανδαράκη»:
      • αρσενικού κόκκινου (Iερακοσ. 44414).

[αρχ. ουσ. αρσενικόν. H λ. και σήμ. (ό)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go