Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρρενογονία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρρενογονία η [arenoγonía] Ο25 : (λόγ.) η γέννηση αρσενικών παιδιών. ANT θηλυγονία1.

[λόγ. < αρχ. ἀρρενογονία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρρενογονία [arenoγonía] η, (L)
  • ① birth of males:
    • πουθενά, στα χωρία που αναφέρει, η ~δεν συνδέεται με τη μαντική (FKakridis)
  • ② relationship through males, male line of descent, agnation

[fr kath αρρενογονία ← MG αρρενογονία ← PatrG, AG ἀρρενογονία, der of ἀρρενογόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες