Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρπισμός
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρπισμός [arpizmós] ο, (L) mus
  • ① = άρπισμα 1:
    • δεν αγαπά τα σιγανά μικρά κουδουνάκια του λόγου, αλλά προτιμά τους μεγάλους πινδαρικούς αρπισμούς (Spandonidis)
  • ② = άρπισμα 2:
    • η συγχορδία μι ύφεσις μείζων αντηχούσε και μεταβάλλονταν αδιάκοπα σε συνεχείς αρπισμούς (Mourelos)

[neol, der of αρπίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go