Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρπακολλώ [arpakolό] (& αρποκολλώ) mi αρπακολλιέμαι, aor αρπακολλήθηκα (subj αρπακολληθώ), region. (Pelop, Sterea)
- ① grab, grasp (syn in αρπάζω A1)
- ② mi αρπακολλιέμαι attach o.s. to sth, hold on to, clutch at, cling to (syn in αρπάζομαι B2):
- τα παιδάκια αρποκολλήθηκαν απ' τις ποδιές των μανάδων τους και δεν ξεκολλούσαν (Athanas) |
- τ' αρνιά είχαν το νου τους πότε να 'ρθει η μάνα τους στο γαλάρι, για να αρπακολληθούνε στα μαστάρια της (DLoukop)
[cpd of 2nd sg imper άρπα & κολλώ]



