Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρνητισμός
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρνητισμός [arnitizmós] ο, (L)
  • negative attitude, negativism (syn αρνητικότητα 1):
    • αδιάλλακτος ~ |
    • ο ~ του πολιτικού κόσμου |
    • οποιαδήποτε αυθαίρετη γενίκευση έντεχνα καλλιεργείται, για να δημιουργήσει το ψυχολογικό υπόβαθρο αρνητισμού (Peponis)

[fr kath (neol) αρνητισμός; cf Fr negativisme]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go