Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρνητικώς
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρνητικώς [arnitikós] adv (L)
  • negatively (syn αρνητικά):
    • τη σημασία του καλού φαγητού δείχνει ~

[fr kath αρνητικώς ← MG (schol.) αρνητικώς ← LK ἀρνητικῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go