Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρνησιθρησκία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρνησιθρησκία η [arnisiθriskía] Ο25 : η άρνηση από κπ. της θρησκείας του και συνήθ. η προσχώρησή του σε άλλη.

[λόγ. αρνησίθρησκ(ος) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρνησιθρησκία [arnisiθriscía] η, (L)
  • renunciation of one's religion, abjuration, apostasy (syn αποστασία 2b)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρνησιθρησκία, der of αρνησίθρησκος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go