Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρνησιά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρνησιά [arnisjá] η,
  • oblivion caused by, or relative to, death (syn λήθη L, λησμονιά):
    • ο κάμπος, το σκοτάδι, η στράτα της αρνησιάς |
    • οι γυναίκες θάψανε γιους, άντρες, πατέρες .. και ζώστηκαν το μαύρο ρούχο της αρνησιάς (Asimakop) |
    • poem κι αν διψάσεις, μην το πιεις | από τον κάτω κόσμο | το νερό της αρνησιάς (Palam) |
    • .. πίνοντας το αθάνατο κρασί της αρνησιάς λησμόνουν (Kazantz Od 2.53)

[fr MG *αρνησία, der of αρνούμαι; cf απαρνησιά (fr *απαρνησία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go