Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρνησίθρησκος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρνησίθρησκος [arnisíθriskos] ο, (L)
  • ① person who renounces his religion, apostate, renegade (syn in αποστάτης 2b):
    • τους κρυπτοχτιστιανούς τους αποκαλούσανε αρνησίθρησκους, έκφραση που τους πίκραινε (Milioris)
  • ② fig person who renounces his beliefs (cause, principle etc), renegade, defector (syn αποστάτης 2):
    • ανεπιφύλακτος σαιξπηρολάτρης, ύστερ' από χρόνια ~

[fr kath (neol Koumanoudis) αρνησίθρησκος, cpd w. θρήσκος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρνησίθρησκος -η -ο [arnisíθriskos] Ε5 : που αρνείται τη θρησκεία του και συνήθ. ασπάζεται μιαν άλλη. || (ως ουσ.) ο αρνησίθρησκος.

[λόγ. αρνησι- + θρησκ(εία) -ος κατά το αρνησίθεος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go