Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνάδα [arná∂a] η,
- young female sheep, young ewe (syn phr μικρή προβατίνα):
- folkt ήμαστε σαν τις αρνάδες μακριά από το κοπάδι |
- τις αρνάδες δεν έπρεπε, όχι λύκος να τις φέρει βόλτα, μα ούτε μάτι καν να τις λερώσει (Rysianos) |
- folks. παιδιά σφάζουν για πρόβατα, κορίτσια για αρνάδες |
- poem κι ως τις αρνάδες πήρε κι άρμεξε και τις βελάστρες γίδες | με τάξη .. (Homer Od 9.244 Kaz-Kakr) |
- το γάλα απ' τις αρνάδες μου κερνώ .. (Palam) |
- εσμίγαμε τα ενάντια | καθώς δυο κριάρια | που, παλεύοντας ποιο θα βατέψει την λευκή ~
[fr MG *αρνάς, this by anal. to αμνάς]
- young female sheep, young ewe (syn phr μικρή προβατίνα):



