Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρμύρα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρμύρα s. αλμύρα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρμυράδα η [armiráδa] Ο25α : (λαϊκότρ.) η ιδιότητα του αλμυρού, η αλμύρα.

[αρμυρ(ός) -άδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go