Combined Search
| 4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμογή η [armojí] Ο29 : σύνδεση, ένωση δύο πραγμάτων, επιφανειών, μερών κτλ. || (επέκτ.) το σημείο όπου γίνεται η σύνδεση· αρμός: Φούσκωσαν τα σανίδια και τρίζουν στις αρμογές.
[ελνστ. ἁρμογή]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρμόγη η,
- βλ. αμόργη.
[Λεξικό Κριαρά]
- αρμογή η.
-
- H σύνδεση των οστών, άρθρωση:
- ου κέκτηται (ενν. ο ελέφας) … γονάτων κλίσεις ή αρμογήν (Φυσιολ. (Legr.) 9 (έκδ. αρμονήν)).
[μτγν. ουσ. αρμογή]
- H σύνδεση των οστών, άρθρωση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμογή [armoyí] η, (L)
- ① closeness w. which surfaces are brought together, fit (syn συναρμογή, σύνδεση):
- η κρυμμένη ~,η μεταμόρφωση του γεωμετρικού πλαισίου σε εσωτερικό σκελετό, η αντίρροπη στάση .. σημαίνουν ριζική ανανέωση της τέχνης και χαρακτηρίζουν τον κλασικό ρυθμό (Karouzos) |
- τέτοιαν ~ είχαν τα μαδέρια του, που δε χρειάστηκε να βάλουνε καθόλου στουπί στους αρμούς (Zappas) |
- χαλά την ~ των δυο μακρόστενων δόμων ένα λιθάρι που δεν είναι, όπως θα νόμιζε ίσως κανείς, αρχικό κομμάτι του μεγαλύτερου δόμου (Bakalakis)
- ⓐ place where two items or parts are joined, joint, joining (syn αρμός 1):
- βούλιαξαν τα πλακάκια και χάλασαν οι αρμογές τους |
- φούσκωσε από την υγρασία η πόρτα και δεν πάει στην ~ |
- σκέβρωσε το καπάκι του κουτιού και χάσκει η ~
- ② fig link, connection, closeness (syn δεσμός, σύνδεσμος):
- η ~ |
- ένας άνθρωπος .. που αδυνατούσε να φαντασθεί τη λεπτή, αλλά τόσο φυσική ~ που υπάρχει μεταξύ του πνεύματος της λεπτότητας και του πνεύματος της γεωμετρίας (Papatsonis, adapted) |
- ο λόγος κατάντησε πληθωρικός, δυσκολοκίνητος, έχασε την άμεση ~ του με το περιεχόμενο (Panagiotop)
[fr MG ← K ἁρμογή]
- ① closeness w. which surfaces are brought together, fit (syn συναρμογή, σύνδεση):



