Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρμιά η· αρμία.
-
- Λαχανικά που διατηρούνται σε αλατισμένο νερό:
- (Συναδ. φ. 25r), (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2652).
[<αρχ. ουσ. αλμαία (DGE, LBG). H λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, Andr., λ. αλμαία)]
- Λαχανικά που διατηρούνται σε αλατισμένο νερό:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμιά [armjá] η,
- pickled cabbage (syn αρμολάχανο, αρμυρολάχανο, λαχαναρμιά, near-syn λάχανο τουρσί):
- η ~
[fr postmed αρμιά ← postmed αρμιά (Kriaras' Lex) ← AG ἁλμαία 'brine' (Nicander, Fr.70.18; Dioscor. 2.174)]
- pickled cabbage (syn αρμολάχανο, αρμυρολάχανο, λαχαναρμιά, near-syn λάχανο τουρσί):



