Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμενιστής [armenistís] ο, pl αρμενιστές & αρμενιστάδες, (L) naut
- sailor, seaman, esp yardman, topman (syn γαμπιέρης):
- εγχειρίδιο αρμενιστών |
- άπραγοι, χωρίς πείρα, κωπηλάτες και αρμενιστάδες |
- και παντού ολόγυρα οι αρμενιστάδες πλήθος, με το μικρούτσικο πανάκι και τον κυβερνήτη τους, αρμένιζαν (Karkavitsas) |
- η θάλασσα μια φορά γύρευε αρμενιστάδες· ανθρώπους ως το κόκκαλο θαλασσινούς (Zappas) |
- ο Mπαρδάκος ήτανε δουλευτής σκληρός και ~ |
- poem κ' η μαύρη κλίνη μου έγινε καράβι, | .. κι ο μόχτος | του νου μου ~.. (Sikel) |
- υγρή χαρά τα κύματα | για τους αρμενιστές (Xydis)
[der of αρμενίζω1]
- sailor, seaman, esp yardman, topman (syn γαμπιέρης):



