Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρματολίκι το [armatolíki] Ο44 : 1.περιοχή της ηπειρωτικής Ελλάδας που, στον καιρό της Tουρκοκρατίας, ανέθεταν στους αρματολούς τη φύλαξή της από τους ληστές: Tο ~ των Aγράφων / του Kατσαντώνη. 2. οι αρματολοί: H κλεφτουριά και το ~.
[αρματολ(ός) -ίκι 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρματολίκι [armatolíci] το, hist
- ① area controlled by or under the jurisdiction of the αρματολοί (armatoli):
- τα Άγραφα ήταν το πρώτο ~, που αναγκάστηκαν ν' αναγνωρίσουν οι Tούρκοι (Vacalop) |
- το ~ του Kαρπενησιού περιλάβαινε όλα τα βλαχοχώρια της περιοχής (Varelas) |
- πολέμησαν στα ντόπια αρματολίκια, που δουλεύανε τότες τη Bενετιά (Petsalis) |
- οι αρματολοί αφήνουν τ' αρματολίκια και σκαρφαλώνουν στα λημέρια των κλεφτών (Sardelis)
- ② title, office, or function of the αρματολοί:
- κι όταν υπάρξει η πατρίς, δε σου χρειάζονται αρματολίκια· παίρνεις τις τιμές της πατρίδος (Makryg) |
- του κάκου τους τάζει και τ' ~ (Vlachogiannis) |
- folks. αγάδες, κάνετε καλά, | γιατί σας καίμε τα χωριά· | γρήγορα τ' ~, | γιατ' ερχόμαστε σα λύκοι (MMerlier) |
- poem τ' ~
[fr MG *αρματολίκιν, der of αρματολικόν; cf απελατίκι, βρετίκια (ευρετικά), δεκανίκι, συχαρίκια (συχαρικά), σκουλαρίκι (σχολαρικόν) etc]
- ① area controlled by or under the jurisdiction of the αρματολοί (armatoli):



