Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρμαδόρος
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρμαδόρος [arma∂όros] ο, (& αρματόρος) naut
  • ① sail maker:
    • γάντζος του αρμαδόρου sail hook
  • ② ship owner (syn L εφοπλιστής):
    • μάθαινε τι φορτώνανε, πού σκαλώνανε, σα να 'τανε πράχτορας του αρματόρου ή της κομπανίας (Bastias)

[fr Ven armadόr ← It armatore]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go