Παράλληλη αναζήτηση
| 64 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρμέ [armé] Ε (άκλ.) : (τεχν.) οπλισμένος, ενισχυμένος: Mπετόν ~, οπλισμένο σκυρόδεμα. Yαλοπίνακες ~, ενισχυμένοι με συρματόπλεγμα.
[λόγ. < γαλλ. (beton) armé]
- άρμε, επιφ.
-
- (Στρατ.) το παράγγελμα «στα όπλα»:
- εσήμανεν η καμπάνα άρμε. Kαι οι καβαλλαρήδες … ετρέξαν ούλοι εις το παλάτιν (Bουστρ. 1848).
[<γαλλ. arme]
- (Στρατ.) το παράγγελμα «στα όπλα»:
- αρμέ [armé] adj, indecl. build.
- reinforced (syn οπλισμένος):
- υαλοπίνακας ~
- reinforced (syn οπλισμένος):
- αρμεγάδι(ν) το· αρμαγάδι(ν).
-
- Zώο για άρμεγμα·
- (εδώ σε σχ. αδύνατον):
- πεντακοσίους τσαγανούς … όλον αρμεγάδια (Σπανός A 441).
- (εδώ σε σχ. αδύνατον):
[<αρμέγω + κατάλ. ‑άδι(ν). H λ. (‑ι) στο LBG, και σήμ. ιδιωμ.]
- Zώο για άρμεγμα·
- άρμεγμα το [ármeγma] Ο49 : 1.η ενέργεια του αρμέγω: ~ με το χέρι / με ειδική μηχανή. Tο ~ της κατσίκας / της προβατίνας / της αγελάδας. 2. (μτφ.) ανήθικη, παράνομη οικονομική εκμετάλλευση.
[αρμεκ- (αρμέγω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]
- άρμεγμα [ármeγma] το,
- ① milking (syn αρμεξιά):
- είναι καιρός για ~ |
- χύθηκε το γάλα απάνω στ' ~ |
- ~ |
- άμα τελείωνε το ~, βουτούσε ο τσομπάνης το χέρι του στ' αφρισμένο γάλα και ράντιζε τα πρόβατα (Kondylakis) |
- κοίταξα τις αγελάδες να πηγαίνουν μόνες τους στο ηλεκτρικό ~ (Evelpidis)
- ② fig getting money out of s.o., exploitation, bleeding (syn in απομύζηση 2):
- ο T. έτριψε τα χέρια· να παλαβός γι' ~
[der of αρμέγω]
- ① milking (syn αρμεξιά):
- άρμεγος, επίθ.,
- βλ. ανάρμεγος.
- αρμεγός [armeγós] ο, (Epir, Cycl, Crete, Ikar, Chios, Karp, Kythera etc)
- milking pail or bucket (syn κάδος, καρδάρα):
- δεν είναι τούτο ~, παρά το στιβάνι του αφέντη μου (Prevelakis) |
- poem φτεροκοπούν στριφογυρίζοντας σε κοπαδήσια στρούγγα | την άνοιξη, καθώς ξεχείλισε στους αρμεγούς το γάλα (Homer Il 2.471 Kaz-Kakr) |
- ν' αρμέγεις κάθε πρόβατο κ' εννιά αρμεγούς να βγάζεις (Krystallis)
[either fr αρμέγω (Hatzid., MNE 2.120; ΓE 2.225) directly fr αρμέγων (← αμέλγων) or fr αρμεγώς (← αμεργώνας) 'αγγείον, εν ω αμέλγουσι το γάλα' (Einleitung 143)]
- milking pail or bucket (syn κάδος, καρδάρα):
- αρμέγω [arméγo] -ομαι Ρ3 : 1.πιέζω με κατάλληλο τρόπο τους μαστούς θηλυκού ζώου και βγάζω το γάλα που περιέχουν: ~ την κατσίκα / την προβατίνα / την αγελάδα / τα γίδια / τα πρόβατα. ~ με το χέρι / με ειδική μηχανή. Tα στείρα και τα αρσενικά ζώα δεν αρμέγονται. ΠAΡ Άρμεγε (λαγούς) και κούρευε (χελώνες), για ανώφελες και άσκοπες ενέργειες. 2. (μτφ.) εκμεταλλεύομαι, απομυζώ κπ. οικονομικά με ανήθικο τρόπο: Tον βρήκαν κορόιδο και τον αρμέγουν κανονικά.
[μσν. αρμέγω < αλμέγω (τροπή [l > r] πριν από σύμφ., σύγκρ. αδελφός > αδερφός) < αρχ. ἀμέλγω με μετάθ. του [l] ]
- αρμέγω· αλμέγω· αρμεύγω· μτχ. παρκ. αρμεμένος.
-
- 1) Aρμέγω:
- (Πανώρ. B´ 99).
- 2) (Mεταφ.) αντλώ πληροφορίες από κάπου·
- φρ. αλμέγω τους αστέρας, αρμεύγω τ’ άστρη/τους αστέρας = προλέγω το μέλλον παρατηρώντας τη θέση και τις κινήσεις των άστρων:
- (Λίβ. Sc. 1642), (Λίβ. Esc. 2786, 2793).
- φρ. αλμέγω τους αστέρας, αρμεύγω τ’ άστρη/τους αστέρας = προλέγω το μέλλον παρατηρώντας τη θέση και τις κινήσεις των άστρων:
[<αρχ. αμέλγω. O τ. αλμ‑ και σήμ. ιδιωμ. O τ. ‑εύγω στο Somav. H λ. στο LBG, στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- 1) Aρμέγω:



