Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρλουμπολογία
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρλουμπολογία [arlumboloyía] η, (L)
  • practice or result of saying foolish things, nonsensical talk:
    • η πρώτη του πράξη στο περιοδικό στάθηκε μια δυνατή επίθεση κατά της φιλολογικής αρλουμπολογίας (Melas)

[cpd of αρλούμπα & combin form -λογία; cf ανοητολογία etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go