Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρκούμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρκούμενος, -η, -ο [arkúmenos] (L)
  • contenting o.s. w., confining o.s. to, being satisfied w.:
    • το Kρεμλίνο ήθελε να αποφύγει συμφωνία φιλίας, αρκούμενο σε προφορικές διαβεβαιώσεις |
    • ο απαθής φιλόσοφος αρκείται να το εξηγήσει με τον νόμο της φθοράς, ~ |
    • περιμένω στο ξενοδοχείο, ~

[fr kath αρκούμενος, prp mi of αρκώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go