Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρκουδοτόμαρο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρκουδοτόμαρο το [arkuδotómaro] Ο41 : το τομάρι, το δέρμα της αρκούδας.

[αρκούδ(α) -ο- + τομάρ(ι) -ο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρκουδοτόμαρο [arku∂otόmaro] το, s. αρκουδοπροβιά
:
  • τους τοίχους στόλιζαν κέρατα ζαρκαδιών κι αρκουδοτόμαρα (Chourmouziadis)

[cpd w. τομάρι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go