Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκοσόλιο [arkosόlio] το, arche.
- arched or vaulted sepulchral chamber in catacombs:
- η νότια στοά στη σημερινή της μορφή αποτελεί ένα παρεκκλήσιο με αρκοσόλια και τάφους γύρω γύρω (MChatzidakis) |
- όλα τα μνήματα καλύπτονται από μικρές στοές, που το σχήμα τους είναι το ίδιο με τα αρκοσόλια των κατακομβών (Varelas) |
- στο μέσον του βόρειου τοίχου ανοίγεται ο τάφος του κτήτορα σε μορφή αρκοσολίου (Tsitouridou)
[fr kath αρκοσόλιον ← αρκοσόλιον, this fr LLat arcisolium, cpd of arcus 'arch' & solium 'sarcophagus']
- arched or vaulted sepulchral chamber in catacombs:



