Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστοφανικός -ή -ό [aristofanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κωμικό ποιητή Aριστοφάνη: Aριστοφανικές κωμωδίες. Aριστοφανικό έργο.
αριστοφανικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. Ἀριστοφάν(ης) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστοφανικός, -ή, -ό [aristofanikós] (L)
- ① lit of, by, or pertaining to Aristophanes, Aristophanic (syn αριστοφάνειος):
- αριστοφανική βιβλιογραφία, παράδοση, παρωδία, σάτιρα |
- αριστοφανικό κείμενο, πρωτότυπο |
- συλλογίζομαι το αριστοφανικό ανδρόγυνον σαν ένα μυθικό σύμβολο ανάλογο προς τον υπεράνθρωπο (Theotokas) |
- υποστηρίχτηκε ότι οι αριστοφανικές παραστάσεις είχαν πάψει να είναι παραστάσεις φαλλοφόρων (FKakridis)
- ② resembling the writings of Aristophanes, smutty, obscene (near-syn βωμολοχικός):
- πλούτιζε την κουβέντα μ' ανέκδοτα χαριτωμένα και μ' αριστοφανικές χοντράδες (Melas) |
- με τέτοιους διαλόγους γεμάτους υπονοούμενα ή αριστοφανικές αθυροστομίες περνά η ώρα (Sfyroeras)
[fr kath (neol Koumanoudis) αριστοφανικός, der of Aριστοφάνης]
- ① lit of, by, or pertaining to Aristophanes, Aristophanic (syn αριστοφάνειος):



