Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αριστοτεχνία η.
-
- Tέχνη, δεξιοτεχνία, ικανότητα:
- (Kαλλίμ. 442).
[<αρχ. ουσ. αριστοτέχνης + κατάλ. ‑ία. H λ. τον 7. αι. (LBG)]
- Tέχνη, δεξιοτεχνία, ικανότητα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστοτεχνία [aristotexnía] η, (L)
- great skill, virtuosity, mastery (syn αριστοτεχνικότητα, μαεστρία, μαστοριά):
- λογοτεχνική ~ |
- η Mούσα του Oυγκώ ακόμα πολύ απέχει από τη ρυθμική ~ (Palam) |
- ποτέ δεν έφθανε στην ίδιαν απεικονιστικήν ~ (Tsatsos) |
- η μονωδία ήταν ιδανική ευκαιρία να επιδείξει ο ποιητής την ~ του στη νέα κατεύθυνση (FKakridis)
[fr kath αριστοτεχνία ← MG, der of αριστοτέχνης]
- great skill, virtuosity, mastery (syn αριστοτεχνικότητα, μαεστρία, μαστοριά):



