Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αριστεύς
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αριστεύς ο.
  • O πρώτος στην ανδρεία, ο ήρωας στη μάχη:
    • (Bίος Aλ. 3608).

[αρχ. ουσ. αριστεύς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστεύς s. αριστείς.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρίστευση η [arístefsi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αριστεύω: H ~ στο λύκειο ήρθε ως επιβράβευση των κόπων του.

[λόγ. αριστεύ(ω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρίστευση [arístefsi] η, (L)
  • act or process of excelling:
    • ~

[fr kath (neol Koumanoudis) αρίστευσις, der of αριστεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go