Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστεριστής ο [aristeristís] Ο7 θηλ. αριστερίστρια [aristerístria] Ο27 : 1.αυτός που πιστεύει στις πολιτικές ιδέες και απόψεις της άκρας αριστεράς. 2. αυτός που ανήκει σε ομάδα ή σε κόμμα της άκρας αριστεράς: Ομάδες αριστεριστών φώναζαν συνθήματα στη διαδήλωση.
[λόγ. αριστερ(ός)ΙΙ -ιστής· λόγ. αριστερισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστεριστής [aristeristís] ο, (L) polit
- person espousing or tending towards leftist ideas, leftist (syn αριστερίζων 2):
- ~ |
- οι αριστεριστές και οι αναρχικοί αποπειράθηκαν πορεία στην πρεσβεία των HΠA |
- τα πανεπιστήμια αποτελούν αυτοκρατορία των αριστεριστών
[fr kath (neol) αριστεριστής, der of αριστερίζω; cf Fr gauchiste]
- person espousing or tending towards leftist ideas, leftist (syn αριστερίζων 2):



