Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρθρικός -ή -ό [arθrikós] Ε1 : (ανατ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στις αρθρώσεις του σώματος: ~ θύλακος / σύνδεσμος / υμένας.
[λόγ. < ελνστ. ἀρθρικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρθρικός, -ή, -ό [arθrikós] (L) anat
- of or pertaining to the joints, articular:
- αρθρική επιφάνεια |
- ~θύλακος synovial bursa |
- ~ υμένας synovial membrane
[fr kath αρθρικός ← LK ἀρθρικός]
- of or pertaining to the joints, articular:



